Αμελητέα είναι η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στις εμπόλεμες χώρες (Ρωσία, Ουκρανία), ωστόσο, όπως εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ-2,17% στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιοποίησε, οποιαδήποτε πρόβλεψη για την έκταση των τελικών επιδράσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεδομένου ότι εμπεριέχεται υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έκβαση και τη διάρκεια του πολέμου, καθίσταται εξαιρετικά πρόωρη και επισφαλής.
Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν επηρεάσει τις προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και εντείνουν τις προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η ΤτΕ ζητά από τις εταιρείες διαχείρισης δανείων να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες τους για την παροχή βιώσιμων λύσεων αναδιάρθρωσης στους πιστούχους, οι οποίες να διασφαλίζουν υγιή χρηματοοικονομικά μεγέθη και να διευκολύνει με τον τρόπο αυτό την επανένταξη των δανείων τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Όπως επισημαίνεται η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Η ενεργειακή κρίση επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις, αποτελώντας τροχοπέδη, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και τις επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία λειτουργεί αποτρεπτικά για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δεδομένης της αύξησης του κόστους παραγωγής και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματός τους αντίστοιχα. Στο πλαίσιο αυτό, ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που τον περιβάλλουν.
Η ΤτΕ για ακόμη μία φορά υπογραμμίζει ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες παραμένει η μείωση των κόκκινων δανείων. Η ΤτΕ θεωρεί ότι οι τράπεζες οφείλουν να βρίσκονται σε εγρήγορση λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων ΜΕΔ, ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω, σε συνδυασμό με την απόσυρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι μέχρι τώρα υλοποιημένες ενέργειες των τραπεζών για τη διαχείριση των ΜΕΔ έχουν αναμφισβήτητα συμβάλει στη σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματός τους. Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει ακόμη υψηλός (Δεκέμβριος 2021: 12,8%). Ταυτόχρονα, οι ενέργειες βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο της κεφαλαιακής τους επάρκειας, που επιπρόσθετα πιέζεται από τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9). Υπό το πρίσμα αυτό, ο συνδυασμός της χαμηλής ποιότητας των εποπτικών τους κεφαλαίων, λόγω της υψηλής συμμετοχής τής οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, και της διαρθρωτικά χαμηλής κερδοφορίας αποτελεί πρόσθετο μεσοπρόθεσμο κίνδυνο για τις τράπεζες.
Η ΤτΕ υποστηρίζει ότι η συνέχιση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και την ενεργό συμμετοχή του τραπεζικού τομέα. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες οφείλουν, υπό το πρίσμα των δευτερογενών επιδράσεων του πολέμου στην Ουκρανία, να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για περαιτέρω εξυγίανση του ισολογισμού τους.